- κατάστρωμα
- το (AM κατάστρωμα) [καταστρώννυμι]1. η ενέργεια και, κυρίως, το αποτέλεσμα τού καταστρώνω, μέρος τεχνητά επιστρωμένο2. ναυτ. επίστρωμα οριζόντιο μικρής καμπυλότητας το οποίο καλύπτει το κοίλο τού σκάφους σε όλο το μήκος του με σκοπό να προφυλάσσει το πλοίο από τα νερά τών κυμάτων ή τής βροχήςνεοελλ.φρ. α) ναυτ. «κατάστρωμα πτήσεως» — το ανώτερο κατάστρωμα τών αεροπλανοφόρων που χρησιμεύει για την απονήωση και την προσνήωση τών αεροπλάνωνβ) «κατάστρωμα οδού» — το τμήμα τής επιφάνειας τής οδού που είναι στρωμένο με ασφαλτόστρωμα, χαλίκια, σκύρα ή άλλα τεχνικά μέσαγ) «κατάστρωμα γέφυρας» — το δάπεδο τής γέφυρας που είναι κατασκευασμένο από ξύλινες δοκούς ή από σιδερένια ελάσματαδ) «ταξιδεύω κατάστρωμα» — ταξιδεύω ως επιβάτης τρίτης θέσεωςμσν.-αρχ.δάπεδο, πάτωμααρχ.1. στέγη2. τμήμα τού αστερισμού Αργώ.
Dictionary of Greek. 2013.